αετόπουλο

αετόπουλο
τό
1) орлёнок; 2) «орлёнок» (член детской организации сопротивления в Греции)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αετόπουλο" в других словарях:

  • αετόπουλο, το — και αϊτόπουλο,το μικρός αϊτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αετόπουλο — και αετοπούλι και αϊτό , το 1. νεοσσός αετού 2. άλλη ονομ. τού σκυλόψαρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αετός + υποκορ. κατάλ. πουλο] …   Dictionary of Greek

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • αετάκι — και αϊτάκι, το [αετός] νεοσσός αετού, αετόπουλο …   Dictionary of Greek

  • αετούδι — και ατούδι, το το αετόπουλο* …   Dictionary of Greek

  • αετούτσι — το [αετός] στην Τσακωνιά, το αετόπουλο* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»